- τρούφα
- η(λ. γαλλ.)1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο.2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρούφα — και παλ. γρφ. τρούφφα, η, Ν 1. (μυκητ.) κοινή ονομασία εδώδιμων και φημισμένων για τη γεύση τους υπόγειων σαπροφυτικών μυκήτων που έχουν κονδυλόμορφο σχήμα, σχηματίζουν μυκορριζικές σχέσεις με τις ρίζες διαφόρων δέντρων, κυρίως με τη δρυ, και… … Dictionary of Greek
ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek
τρούφφα — η, Ν (παλ. γρφ.) βοτ. βλ. τρούφα … Dictionary of Greek